ακατεδάφιστος

ακατεδάφιστος
-η, -ο
αυτός που δεν κατεδαφίστηκε: Το σπίτι έμενε ακόμη ακατεδάφιστο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ακατεδάφιστος — η, ο [κατεδαφίζω] όποιος δεν έχει κατεδαφιστεί, δεν έχει γκρεμιστεί ή όποιος δεν μπορεί να κατεδαφιστεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”